- βοτανίζω
- βοτανίζω, βοτάνισα βλ. πίν. 33
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
βοτανίζω — (AM βοτανίζω) [βοτάνη] ξεριζώνω τα άγρια χόρτα από καλλιεργημένο χώρο … Dictionary of Greek
βοτανίζω — ισα, ίστηκα, βοτανισμένος, μαζεύω, ξεριζώνω τα ζιζάνια από καλλιεργημένο χωράφι, ξεχορταριάζω: Κάθε άνοιξη βοτανίζουμε τ’ αμπέλι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βοτανίσαι — βοτανίζω root up weeds aor inf act βοτανίσαῑ , βοτανίζω root up weeds aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοτανιζέσθω — βοτανίζω root up weeds pres imperat mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοτανισθῆναι — βοτανίζω root up weeds aor inf pass … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοτανίζειν — βοτανίζω root up weeds pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοτανίζεσθαι — βοτανίζω root up weeds pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξεβοτανίζω — ξεριζώνω και μαζεύω τα άγρια χόρτα που φυτρώνουν ανάμεσα στα ήμερα, βοτανίζω, ξεχορτιαριάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐκ βοτανίζω (αόρ. ἐξ εβοτάνισα) (βλ. και λ. ξ[ε] *)] … Dictionary of Greek
αβοτάνιστος — η, ο [βοτανίζω] (για αγρούς) αυτός που δεν βοτανίστηκε, από τον οποίο δεν αφαιρέθηκαν τα αγριόχορτα, τα ζιζάνια … Dictionary of Greek
αγριαδολογώ — ( έω) [*αγριαδολόγος] αφαιρώ τα αγριόχορτα από σπαρμένο αγρό, βοτανίζω … Dictionary of Greek